ψυχαναλυτής

ψυχαναλυτής
ο
θηλ. ψυχαναλύτρια ο επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχανάλυση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχαναλυτής — ο, θηλ. ψυχαναλύτρια Ν [ψυχαναλύω] επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ψυχανάλυση …   Dictionary of Greek

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαναλυτικός — ή, ό, Ν [ψυχαναλυτής] ο σχετικός με την ψυχανάλυση («ψυχαναλυτική μέθοδος»). επίρρ... ψυχαναλυτικώς και ψυχαναλυτικά Ν με ψυχανάλυση …   Dictionary of Greek

  • ψυχαναλύω — Ν εφαρμόζω τη θεραπευτική μέθοδο τής ψυχανάλυσης, είμαι ψυχαναλυτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναλύω] …   Dictionary of Greek

  • ψυχόδραμα — Ψυχοθεραπευτική μέθοδος που δημιούργησε και εφήρμοσε ο ψυχολόγος Γ. Λ. Μορένο και που ανήκει στην ψυχοθεραπεία ομάδων. Στη θέση της φροϋδικής μεθόδου των ελευθέρων συνειρμών χρησιμοποιούνται οι ψυχοδραματικές δημιουργίες, όπου παρακινείται ο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριάδης, Κορνήλιος — (Κωνσταντινούπολη 1922 – Παρίσι 1997). Φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία. Από τα φοιτητικά του χρόνια σύχναζε στον κύκλο του Αρχείου Φιλοσοφίας, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων …   Dictionary of Greek

  • Κόμπερν, Τζέιμς — (James Coburn, Νεμπράσκα 1928 – 2002). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε υποκριτική στο Λος Άντζελες και τα σκληρά χαρακτηριστικά του τον βοήθησαν να σταδιοδρομήσει γρήγορα στον κινηματογράφο και ειδικότερα στον χώρο των γουέστερν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”